Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
View word page
προνύττω
goad on
ShortDef
goad on
Debugging
Headword:
προνύττω
Headword (normalized):
προνύττω
Headword (normalized/stripped):
προνυττω
IDX:
74351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74352
Key:
Data
{'content': 'goad on'}