Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
View word page
προνοτίζω
wet, moisten beforehand

ShortDef

wet, moisten beforehand

Debugging

Headword:
προνοτίζω
Headword (normalized):
προνοτίζω
Headword (normalized/stripped):
προνοτιζω
IDX:
74347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74348
Key:

Data

{'content': 'wet, moisten beforehand'}