Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
View word page
προνομοθετέω
make a law before

ShortDef

make a law before

Debugging

Headword:
προνομοθετέω
Headword (normalized):
προνομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
προνομοθετεω
IDX:
74342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74343
Key:

Data

{'content': 'make a law before'}