Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
προνύξ
View word page
προνομία
a privilege
ShortDef
a privilege
Debugging
Headword:
προνομία
Headword (normalized):
προνομία
Headword (normalized/stripped):
προνομια
IDX:
74340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74341
Key:
Data
{'content': 'a privilege'}