Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
View word page
προνομή
a foraging, a foraging expedition, foray
ShortDef
a foraging, a foraging expedition, foray
Debugging
Headword:
προνομή
Headword (normalized):
προνομή
Headword (normalized/stripped):
προνομη
IDX:
74339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74340
Key:
Data
{'content': 'a foraging, a foraging expedition, foray'}