Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
View word page
ἀνευφρανσία
joylessness
ShortDef
joylessness
Debugging
Headword:
ἀνευφρανσία
Headword (normalized):
ἀνευφρανσία
Headword (normalized/stripped):
ανευφρανσια
IDX:
7433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7434
Key:
Data
{'content': 'joylessness'}