Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
View word page
πρόνοια
foresight, foreknowledge

ShortDef

foresight, foreknowledge

Debugging

Headword:
πρόνοια
Headword (normalized):
πρόνοια
Headword (normalized/stripped):
προνοια
IDX:
74335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74336
Key:

Data

{'content': 'foresight, foreknowledge'}