Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
View word page
προνοητικός
provident, cautious, wary
ShortDef
provident, cautious, wary
Debugging
Headword:
προνοητικός
Headword (normalized):
προνοητικός
Headword (normalized/stripped):
προνοητικος
IDX:
74334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74335
Key:
Data
{'content': 'provident, cautious, wary'}