Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
πρόνομος
View word page
προνοητής
supervisor, administrator

ShortDef

supervisor, administrator

Debugging

Headword:
προνοητής
Headword (normalized):
προνοητής
Headword (normalized/stripped):
προνοητης
IDX:
74333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74334
Key:

Data

{'content': 'supervisor, administrator'}