Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
προνομοθετέω
View word page
προνοητεύω
hold the office of προνοητής

ShortDef

hold the office of προνοητής

Debugging

Headword:
προνοητεύω
Headword (normalized):
προνοητεύω
Headword (normalized/stripped):
προνοητευω
IDX:
74332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74333
Key:

Data

{'content': 'hold the office of προνοητής'}