Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
View word page
προνοητέος
one must provide

ShortDef

one must provide

Debugging

Headword:
προνοητέος
Headword (normalized):
προνοητέος
Headword (normalized/stripped):
προνοητεος
IDX:
74331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74332
Key:

Data

{'content': 'one must provide'}