Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
προνομεύω
προνομή
View word page
προνοησία
office of administrator

ShortDef

office of administrator

Debugging

Headword:
προνοησία
Headword (normalized):
προνοησία
Headword (normalized/stripped):
προνοησια
IDX:
74329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74330
Key:

Data

{'content': 'office of administrator'}