Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
View word page
ἀνευφημέω
to shout εὐφήμει; to shriek, to cry

ShortDef

to shout εὐφήμει; to shriek, to cry

Debugging

Headword:
ἀνευφημέω
Headword (normalized):
ἀνευφημέω
Headword (normalized/stripped):
ανευφημεω
IDX:
7432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7433
Key:

Data

{'content': 'to shout εὐφήμει; to shriek, to cry'}