Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομεία
προνομευτής
View word page
προνοέω
to perceive before, foresee

ShortDef

to perceive before, foresee

Debugging

Headword:
προνοέω
Headword (normalized):
προνοέω
Headword (normalized/stripped):
προνοεω
IDX:
74327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74328
Key:

Data

{'content': 'to perceive before, foresee'}