Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
View word page
προνίζω
wash beforehand
ShortDef
wash beforehand
Debugging
Headword:
προνίζω
Headword (normalized):
προνίζω
Headword (normalized/stripped):
προνιζω
IDX:
74325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74326
Key:
Data
{'content': 'wash beforehand'}