Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
προνοησία
προνοητέον
προνοητέος
προνοητεύω
προνοητής
View word page
προνηστεύω
to fast before

ShortDef

to fast before

Debugging

Headword:
προνηστεύω
Headword (normalized):
προνηστεύω
Headword (normalized/stripped):
προνηστευω
IDX:
74323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74324
Key:

Data

{'content': 'to fast before'}