Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
View word page
ἀνευρυσμός
dilatation

ShortDef

dilatation

Debugging

Headword:
ἀνευρυσμός
Headword (normalized):
ἀνευρυσμός
Headword (normalized/stripped):
ανευρυσμος
IDX:
7431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7432
Key:

Data

{'content': 'dilatation'}