Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνοέω
Προνόη
View word page
προνέομαι
go forward

ShortDef

go forward

Debugging

Headword:
προνέομαι
Headword (normalized):
προνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προνεομαι
IDX:
74318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74319
Key:

Data

{'content': 'go forward'}