Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
View word page
προναύκληρος
one who acts for a shipmaster

ShortDef

one who acts for a shipmaster

Debugging

Headword:
προναύκληρος
Headword (normalized):
προναύκληρος
Headword (normalized/stripped):
προναυκληρος
IDX:
74315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74316
Key:

Data

{'content': 'one who acts for a shipmaster'}