Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω
προνέω2
View word page
προμυχθίζω
groan

ShortDef

groan

Debugging

Headword:
προμυχθίζω
Headword (normalized):
προμυχθίζω
Headword (normalized/stripped):
προμυχθιζω
IDX:
74311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74312
Key:

Data

{'content': 'groan'}