Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
View word page
προμυρίζω
perfume beforehand

ShortDef

perfume beforehand

Debugging

Headword:
προμυρίζω
Headword (normalized):
προμυρίζω
Headword (normalized/stripped):
προμυριζω
IDX:
74308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74309
Key:

Data

{'content': 'perfume beforehand'}