Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
View word page
προμυλλαίνω
pout the lips
ShortDef
pout the lips
Debugging
Headword:
προμυλλαίνω
Headword (normalized):
προμυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
προμυλλαινω
IDX:
74307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74308
Key:
Data
{'content': 'pout the lips'}