Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
View word page
προμύησις
previous initiation

ShortDef

previous initiation

Debugging

Headword:
προμύησις
Headword (normalized):
προμύησις
Headword (normalized/stripped):
προμυησις
IDX:
74302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74303
Key:

Data

{'content': 'previous initiation'}