Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
View word page
προμοχθέω
to work beforehand

ShortDef

to work beforehand

Debugging

Headword:
προμοχθέω
Headword (normalized):
προμοχθέω
Headword (normalized/stripped):
προμοχθεω
IDX:
74299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74300
Key:

Data

{'content': 'to work beforehand'}