Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
View word page
ἀνεύρυσμα
aneurism
ShortDef
aneurism
Debugging
Headword:
ἀνεύρυσμα
Headword (normalized):
ἀνεύρυσμα
Headword (normalized/stripped):
ανευρυσμα
IDX:
7429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7430
Key:
Data
{'content': 'aneurism'}