Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
View word page
ἀγριοκάρυον
cob-nut
ShortDef
cob-nut
Debugging
Headword:
ἀγριοκάρυον
Headword (normalized):
ἀγριοκάρυον
Headword (normalized/stripped):
αγριοκαρυον
IDX:
742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-743
Key:
Data
{'content': 'cob-nut'}