Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμυλλαίνω
View word page
προμοσχεύω
plant out
ShortDef
plant out
Debugging
Headword:
προμοσχεύω
Headword (normalized):
προμοσχεύω
Headword (normalized/stripped):
προμοσχευω
IDX:
74297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74298
Key:
Data
{'content': 'plant out'}