Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
View word page
προμοιχεύω
procure

ShortDef

procure

Debugging

Headword:
προμοιχεύω
Headword (normalized):
προμοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
προμοιχευω
IDX:
74292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74293
Key:

Data

{'content': 'procure'}