Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
View word page
προμνήστρια
a woman who woos

ShortDef

a woman who woos

Debugging

Headword:
προμνήστρια
Headword (normalized):
προμνήστρια
Headword (normalized/stripped):
προμνηστρια
IDX:
74290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74291
Key:

Data

{'content': 'a woman who woos'}