Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
View word page
ἀνευρύνω
dilate

ShortDef

dilate

Debugging

Headword:
ἀνευρύνω
Headword (normalized):
ἀνευρύνω
Headword (normalized/stripped):
ανευρυνω
IDX:
7428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7429
Key:

Data

{'content': 'dilate'}