Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
View word page
προμνηστεύομαι
to be previously bethrothed
ShortDef
to be previously bethrothed
Debugging
Headword:
προμνηστεύομαι
Headword (normalized):
προμνηστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προμνηστευομαι
IDX:
74287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74288
Key:
Data
{'content': 'to be previously bethrothed'}