Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολή
πρόμολος
πρόμος
View word page
προμνάομαι
to woo

ShortDef

to woo

Debugging

Headword:
προμνάομαι
Headword (normalized):
προμνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προμναομαι
IDX:
74285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74286
Key:

Data

{'content': 'to woo'}