Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
View word page
προμίσθωσις
letting beforehand

ShortDef

letting beforehand

Debugging

Headword:
προμίσθωσις
Headword (normalized):
προμίσθωσις
Headword (normalized/stripped):
προμισθωσις
IDX:
74282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74283
Key:

Data

{'content': 'letting beforehand'}