Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
View word page
ἀνεύρυνσις
dilatation
ShortDef
dilatation
Debugging
Headword:
ἀνεύρυνσις
Headword (normalized):
ἀνεύρυνσις
Headword (normalized/stripped):
ανευρυνσις
IDX:
7427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7428
Key:
Data
{'content': 'dilatation'}