Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
View word page
προμηχανάομαι
to contrive beforehand

ShortDef

to contrive beforehand

Debugging

Headword:
προμηχανάομαι
Headword (normalized):
προμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
προμηχαναομαι
IDX:
74277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74278
Key:

Data

{'content': 'to contrive beforehand'}