Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
View word page
προμήτωρ
first mother

ShortDef

first mother

Debugging

Headword:
προμήτωρ
Headword (normalized):
προμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
προμητωρ
IDX:
74276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74277
Key:

Data

{'content': 'first mother'}