Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
View word page
προμηνυτής
one who gives information in advance
ShortDef
one who gives information in advance
Debugging
Headword:
προμηνυτής
Headword (normalized):
προμηνυτής
Headword (normalized/stripped):
προμηνυτης
IDX:
74273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74274
Key:
Data
{'content': 'one who gives information in advance'}