Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμικκιχιδδόμενος
προμιμνήσκω
View word page
προμηλόω
probe beforehand

ShortDef

probe beforehand

Debugging

Headword:
προμηλόω
Headword (normalized):
προμηλόω
Headword (normalized/stripped):
προμηλοω
IDX:
74270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74271
Key:

Data

{'content': 'probe beforehand'}