Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
View word page
ἄνευρος
without sinews
ShortDef
without sinews
Debugging
Headword:
ἄνευρος
Headword (normalized):
ἄνευρος
Headword (normalized/stripped):
ανευρος
IDX:
7426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7427
Key:
Data
{'content': 'without sinews'}