Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
View word page
προμήκης
prolonged, elongated

ShortDef

prolonged, elongated

Debugging

Headword:
προμήκης
Headword (normalized):
προμήκης
Headword (normalized/stripped):
προμηκης
IDX:
74268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74269
Key:

Data

{'content': 'prolonged, elongated'}