Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
View word page
προμηθικῶς
shrewdly, warily

ShortDef

shrewdly, warily

Debugging

Headword:
προμηθικῶς
Headword (normalized):
προμηθικῶς
Headword (normalized/stripped):
προμηθικως
IDX:
74267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74268
Key:

Data

{'content': 'shrewdly, warily'}