Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
View word page
προμηθής
forethinking, provident, cautious
ShortDef
forethinking, provident, cautious
Debugging
Headword:
προμηθής
Headword (normalized):
προμηθής
Headword (normalized/stripped):
προμηθης
IDX:
74265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74266
Key:
Data
{'content': 'forethinking, provident, cautious'}