Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
View word page
προμηθευτικός
using forethought

ShortDef

using forethought

Debugging

Headword:
προμηθευτικός
Headword (normalized):
προμηθευτικός
Headword (normalized/stripped):
προμηθευτικος
IDX:
74264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74265
Key:

Data

{'content': 'using forethought'}