Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
View word page
προμηθέομαι
to take care beforehand, to provide for

ShortDef

to take care beforehand, to provide for

Debugging

Headword:
προμηθέομαι
Headword (normalized):
προμηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προμηθεομαι
IDX:
74261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74262
Key:

Data

{'content': 'to take care beforehand, to provide for'}