Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
View word page
ἀνευρίσκω
to find out, make out, discover
ShortDef
to find out, make out, discover
Debugging
Headword:
ἀνευρίσκω
Headword (normalized):
ἀνευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
ανευρισκω
IDX:
7425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7426
Key:
Data
{'content': 'to find out, make out, discover'}