Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
προμηθευτικός
View word page
προμετωπίδιον
skin of the forehead, frontpiece, chest piece

ShortDef

skin of the forehead, frontpiece, chest piece

Debugging

Headword:
προμετωπίδιον
Headword (normalized):
προμετωπίδιον
Headword (normalized/stripped):
προμετωπιδιον
IDX:
74254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74255
Key:

Data

{'content': 'skin of the forehead, frontpiece, chest piece'}