Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
Προμηθεύς
View word page
πρόμετρος
previous measure

ShortDef

previous measure

Debugging

Headword:
πρόμετρος
Headword (normalized):
πρόμετρος
Headword (normalized/stripped):
προμετρος
IDX:
74253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74254
Key:

Data

{'content': 'previous measure'}