Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύς
View word page
προμετρητός
measured out beforehand

ShortDef

measured out beforehand

Debugging

Headword:
προμετρητός
Headword (normalized):
προμετρητός
Headword (normalized/stripped):
προμετρητος
IDX:
74252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74253
Key:

Data

{'content': 'measured out beforehand'}