Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
Προμήθειος
View word page
προμέτρης
mensor, campsurveyor

ShortDef

mensor, campsurveyor

Debugging

Headword:
προμέτρης
Headword (normalized):
προμέτρης
Headword (normalized/stripped):
προμετρης
IDX:
74250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74251
Key:

Data

{'content': 'mensor, campsurveyor'}