Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
Προμήθεια
View word page
προμετρέω
measure out before

ShortDef

measure out before

Debugging

Headword:
προμετρέω
Headword (normalized):
προμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προμετρεω
IDX:
74249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74250
Key:

Data

{'content': 'measure out before'}